Τυχαίες γνωριμίες με ξεχωριστούς ανθρώπους, από αυτούς που συνήθως αποκαλούμε "διασημότητες της τέχνης και των γραμμάτων"
Ήταν καλοκαίρι αρχές δεκαετίας του ’80, εγώ νεαρός φοιτητής , που μια μέρα βρέθηκα να περπατάω ψιλοαφηρημένα στην πλατεία Κάνιγγος, ώσπου το μάτι μου πιάνει κάποιο οικείο πρόσωπο. Ξαναγυρνάω πίσω και πράγματι δεν είχα κάνει λάθος:
Ήταν σ’ ένα ημιυπόγειο, μπροστά από ένα ανοιχτό στο δρόμο τεράστιο παράθυρο και κάτι μαστόρευε, με εκείνα τα μεγάλα δασύτριχα χέρια του, σε έναν πάγκο. Χάρηκα πολύ που τον είδα και με την ασχετοσύνη του νεαρού επαρχιώτη, ταύτισα τον ρόλο του κωμικού ηθοποιού με την προσωπικότητά του εκτός σκηνής και του απευθύνθηκα στον ενικό και μάλιστα με το μικρό του όνομα... Εκείνος γύρισε και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό χαμηλόφωνα και ευγενικά. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το βλέμμα του, μελαγχολικό και γεμάτο σκοτούρες , τόσο διαφορετικό από εκείνο στις κωμωδίες που πρωταγωνιστούσε… Όταν έφυγε από τη ζωή, διάβασα αρκετά για τη φτώχεια, τις ταλαιπωρίες του, την καλοσύνη, το απίστευτο ήθος του και ντράπηκα εκ των υστέρων για την αγένειά μου .Τον αγάπησα διπλά.
Τρία χιλιόμετρα πιο μακριά από εκεί, στο Κουκάκι, αλλά μετά από είκοσι χρόνια, μου τη γνώρισε ο κολλητός μου σ’ ένα ταξίδι στην Αθήνα. Μ’ άρεσαν τα δύο βιβλία της που είχα διαβάσει, η ιδιαίτερη φιγούρα και το μοναδικό όνομά της. Έκτοτε, μετά την πρώτη γνωριμία και μία φορά το χρόνο θα τη συναντήσω. Τη χαιρετώ πάντα με χειροφίλημα και μετά θα πάμε όλοι μαζί κάπου ήσυχα για ένα κρασί και πολύ κουβέντα. Είναι σκέτη απόλαυση να την ακούς να μιλάει, όχι μόνο για το τι λέει αλλά και για το πώς το λέει και δεν αναφέρομαι μόνο στο ξεχωριστό ηχόχρωμα που έχει η φωνή της . Σκέφτομαι ότι προφανώς τη βοηθάει, το ότι σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός. Και το εκπληκτικότερο, το πόσο απλός και προσηνής άνθρωπος είναι. Όταν στην κουβέντα, κάποιος από εμάς τους υπόλοιπους τύχει και πει κάποια ανακρίβεια, μια έκφραση που δεν είναι δόκιμη , πετάξει μία πατάτα επί το λαϊκότερον, δεν θα σηκώσει ποτέ το φρύδι, θα κάνει πως δεν το πρόσεξε καν...
Πάμε πάλι πίσω στο κέντρο της Αθήνας, λίγα χρόνια πριν, εγώ να θέλω σινεμά αλλά ο ίδιος φίλος να έχει λυσσάξει να πάμε σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο, σε μια ποιητική βραδιά αφιερωμένη στον Νίκο Καββαδία. Καθόμαστε στα τραπεζάκια συζητώντας μέχρι να ξεκινήσει η εκδήλωση, πίνοντας –τι άλλο;- πράσινο τσάι. Η συγγραφέας (της προηγούμενης παραγράφου) χαιρετιόνταν με διάφορους καλλιτεχνίζοντες και κάποια στιγμή φέρνει να καθίσει στην παρέα μας μια γλυκύτατη, μικροκαμωμένη κυρία και συστηνόμαστε όλοι με τα μικρά μας ονόματα. Έδωσα το χέρι μου ευγενικά αλλά μάλλον αδιάφορα, σκεφτόμενος ότι αυτή η απλή γυναίκα πιθανώς είναι μια μακρινή συγγενής ή ίσως μια κάποια γειτόνισσα της συγγραφέως, ώσπου μετά από μισή ώρα, μου ψιθύρισε ο φίλος το επώνυμό της και τότε συνειδητοποίησα ότι καθόμουν δίπλα σε μια πολυβραβευμένη ποιήτρια και μεταφράστρια. Εξυπακούεται ότι εκείνη τη βραδιά δεν θυμήθηκα ούτε έναν τίτλο ούτε μισό στίχο από τα δυό -τρία ποιήματά της που είχα κάποια στιγμή διαβάσει…
Ηθικό δίδαγμα;
Τα δικά μας
Ποια είναι η άποψή σου για το θέμα που θίγει το άρθρο; Αν θες, μπορείς να τη μοιραστείς μαζί μας εδώ
Comments